ακροκέφαλος

ακροκέφαλος
(acrocephalus). Επιστημονική ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των συλβιιδών. Ζουν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής και, κυρίως, της Ασίας. Το μήκος του σώματός τους δεν ξεπερνά τα 20 εκ. Είναι αποδημητικά πουλιά και ταξιδεύουν προς τη Μεσόγειο και την τροπική Αφρική όταν έρθει ο χειμώνας. Κατοικούν σε ελώδεις περιοχές, κοντά στις όχθες των τελμάτων ή των ποταμών και φωλιάζουν μέσα στις καλαμιές. Συγκαταλέγονται στα καλύτερα ωδικά πτηνά. Τρέφονται με έντομα, μικρά φρούτα, ρώγες σταφυλιού κ.ά. Γεννούν 4 έως 6 αβγά, που επωάζονται εναλλακτικά από το θηλυκό και το αρσενικό. Εξημερώνονται εύκολα και μπορούν να ζήσουν σε συνθήκες αιχμαλωσίας για πολύ χρόνο. Τα κυριότερα είδη είναι ο α. οκαλαμοδίας,που ζει στην Ευρώπη, την Αφρική και την Αραβία. Το χρώμα του είναι σκούρο, κοκκινωπό με μία λευκή ταινία κοντά στα μάτια, ο α. οελόβιος, που βρίσκεται κυρίως στην ανατολική Αφρική και την κεντρική Ασία, ο α. ο σχοινοδίαιτος, που ζει στα βρετανικά νησιά, ο α. ο μελωδός, που έχει μήκος γύρω στα 15 εκ. και ο α. ο στικτός, που ζει στην Ευρώπη. Τα στρουθιόμορφα αποδημητικά πουλιά ακροκέφαλοι, κατασκευάζουν περίτεχνες φωλιές κοντά στις όχθες ποταμών.
* * *
ο
λέγεται για το άτομο που παρουσιάζει ακροκεφαλία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < acrocephalus, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής, < ακρο- (Ι) + κεφαλή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακροκέφαλος — η, ο αυτός που έπαθε ακροκεφαλία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροκεφαλία — Παθολογική παραμόρφωση του κρανίου που προκαλείται από την πρόωρη συνοστέωση ορισμένων ραφών με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ύψος του κεφαλιού και να αποκτά το κεφάλι σχήμα πυργοειδές. Η α., που πιθανώς οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”